μόλγινος, von Rindsleder gemacht, Poll. 10, 187 aus Theodorid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόλγινος — μόλγινος, ίνη, ον (Α) [μολγός] κατασκευασμένος από δέρμα βοδιού … Dictionary of Greek
μολγίνοις — μόλγινος made of ox hide masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)