- νόθευσις
νόθευσις, ἡ, das Verfälschen, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νόθευσις, ἡ, das Verfälschen, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νόθευσις — adulteration fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοθεύσεις — νόθευσις adulteration fem nom/voc pl (attic epic) νόθευσις adulteration fem nom/acc pl (attic) νοθεύω corrupt aor subj act 2nd sg (epic) νοθεύω corrupt fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόθευσιν — νόθευσις adulteration fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόθευση — η (ΑΜ νόθευσις) [νοθεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νοθεύω, νοθεία νεοελλ. φρ. «νόθευση εγγράφου» παραποίηση, πλαστογράφηση εγγράφου με σκοπό την παραπλάνηση κάποιου, αλλ. πλαστογραφία … Dictionary of Greek
νοθεύσεως — νοθεύσεω̆ς , νόθευσις adulteration fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοθεύσῃ — νοθεύσηι , νόθευσις adulteration fem dat sg (epic) νοθεύω corrupt aor subj mid 2nd sg νοθεύω corrupt aor subj act 3rd sg νοθεύω corrupt fut ind mid 2nd sg νοθόω counterfeit pres part act fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)