μόδιος — modius masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόδιος — ο (Α μόδιος) βλ. μόδι … Dictionary of Greek
μοδίοις — μόδιος modius masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοδίου — μόδιος modius masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοδίους — μόδιος modius masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοδίων — μόδιος modius masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοδίῳ — μόδιος modius masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόδιοι — μόδιος modius masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόδιον — μόδιος modius masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηκτός — ή, όν, Α [ψήχω] φρ. «ψηκτὸς μόδιος» μόδιος*, γεμάτος ώς το στόμιο, χωρίς να σχηματίζεται σωρός (Στέφ. Βυζ.) … Dictionary of Greek
спуд — род. п. а, под спудом. Из церк. языка: русск. цслав. спудъ (Остром., Изборн. Святосл. 1076 г.), ст. слав. спѫдъ μόδιος (Мар., Супр.), словен. sро̣̑d ведро , др. польск. spąd, сюда же (по Брюкнеру 508) нов. в. н. местн. н. Spandau. Сравнивают с… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера