- μόν-αγρος
μόν-αγρος, ὁ, = μοναγρία, Suid. f. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόν-αγρος, ὁ, = μοναγρία, Suid. f. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοναγρία — μοναγρία, ἡ (Α) απομονωμένος αγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + αγρία (< αγριος < ἄγριος), πρβλ. θηρ αγρία] … Dictionary of Greek