- νόμευμα
νόμευμα, τό, das Geweidete, die Heerde, μήλων, Aesch. Ag. 1390.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νόμευμα, τό, das Geweidete, die Heerde, μήλων, Aesch. Ag. 1390.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νόμευμα — νόμευμα, τὸ (Α) [νομεύω] ποίμνιο, αγέλη … Dictionary of Greek
νομεύμασιν — νόμευμα flock neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)