νόμισμα

νόμισμα

νόμισμα, τό, das durch Gebrauch und Sitte Anerkannte, Eingeführte, die Sitte, Aesch. Spt. 251 (wie Ar. νόμισμα τῶν κοτυλῶν διαλυμαίνεσϑαι, das gesetzmäßige, volle Maaß, Thesm. 348); Gesetz, Pers. 844; übh. Staatseinrichtung, οὐδὲν γὰρ ἀνϑρώποισιν οἷον ἄργυρος, κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε, Soph. Ant. 296; gew. die Münze, das Geld, Ar. Ran. 719. 721; νόμισμα ξύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα γενήσεται, Plat. Rep. II, 371 b; πᾶν σμικροῦ νομίσματος ἀποδίδοται, Soph. 234 a; ἀργυροῦν καὶ χρυσοῦν, Legg. IV, 705 b; Xen. Cyr. 4, 6, 12 u. öfter, wie Folgde; χαραχϑέν, κίβδηλον, Pol. 10, 27, 13. 33, 9, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νόμισμα — anything sanctioned by current neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — το, ατος 1. το χρήμα σε κέρματα ή σε χαρτί που κυκλοφορεί σ ένα κράτος, ως ανταλλακτικό μέσο: Η κυκλοφορία του νομίσματος είναι περιορισμένη στην αγορά. 2. Τα διάφορα νομίσματα ή η νομισματική μονάδα μιας χώρας: Υποτιμήθηκε το νόμισμα της Αγγλίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νόμισμ' — νόμισμα , νόμισμα anything sanctioned by current neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάδραχμο — Νόμισμα, ασημένιο ή χρυσό, που κυκλοφόρησε από τον 5o έως τον 3o αι. π.Χ. στην Ελλάδα, στη Σικελία και στην Καρχηδόνα και ισοδυναμούσε με 10 δραχμές. Η ασημένια έκδοση θεωρείται η τελειότερη κατασκευή του. Περίφημα είναι τα δ. που υπογράφηκαν από …   Dictionary of Greek

  • νομισμάτων — νόμισμα anything sanctioned by current neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίσμασι — νόμισμα anything sanctioned by current neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίσμασιν — νόμισμα anything sanctioned by current neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίσματα — νόμισμα anything sanctioned by current neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίσματι — νόμισμα anything sanctioned by current neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίσματος — νόμισμα anything sanctioned by current neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”