- μόν-ωπος
μόν-ωπος, = μονώψ, Callim. frg. 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόν-ωπος, = μονώψ, Callim. frg. 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοβερώψ — ῶπος, ὁ, ἡ, Α φοβερωπός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + ώψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. μον ώψ, στρογγυλ ώ ψ] … Dictionary of Greek
μονώψ — μονώψ, ῶπος, ιων. τ. μουνώψ, ὁ, ἡ και μόνωπος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό, μονόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωψ / ωπος (< ὤψ, ὠπός«οφθαλμός»), πρβλ. κελαιν ώψ] … Dictionary of Greek
μόνωψ — (I) μόνωψ, ωπος, ὁ (ΑΜ) το ζώο μόναπος*. (II) μόνωψ, ωπος, ὁ (Α) επίδεσμος για το ένα μάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ὤψ, ὠπός «οφθαλμός» (πρβλ. αγλά ωψ)] … Dictionary of Greek
mono- — mono English meaning: neck Deutsche Übersetzung: “Nacken, Hals” Note: in derivatives (esp. with formants ī, i̯o ) also “ necklace, Halsschmuck” Material: O.Ind. mányü f. “ nape “; Av. minu “Halsgeschmeide” (i from avest. ǝ)… … Proto-Indo-European etymological dictionary