- μόμφος
μόμφος, ὁ, = μέμψις, Eurip. bei B. A. 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόμφος, ὁ, = μέμψις, Eurip. bei B. A. 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόμφος — μόμφος, ὁ (Α) μομφή, μέμψη, κατηγορία, ψόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μομφή με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
μόμφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόμφον — μόμφος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάμομφος — κατάμομφος, ον (Α) 1. άξιος μομφής 2. δυσοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μομφος (< μομφή < μέμφομαι), πρβλ. ά μομφος, επί μομφος] … Dictionary of Greek