Νότος — south wind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νότος — south wind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νότος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ηώς και του Αστραίου και η προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που είναι θερμός και γεμάτος υγρασία. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του Βορέα και Ζέφυρο, δεν αναφέρεται σε κανέναν μύθο της εποχής. II Παράλιος… … Dictionary of Greek
νότος — ο 1. ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αλλ. μεσημβρία, νοτιά, με σύμβολο το Ν. 2. νότιος άνεμος, η όστρια, η νοτιά: Άνεμε βοριά και νότε, μη μου κουρταλείς την πόρτα (παροιμ.). 3. ως κύρ. όν., Νότος προσωποποίηση του νότιου ανέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νότε — Νότος south wind masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νότε — νότος south wind masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νότοι — Νότος south wind masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νότοι — νότος south wind masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νότοιο — Νότος south wind masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νότοιο — νότος south wind masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νότοις — Νότος south wind masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)