νότιος — moist masc nom sg νότιος moist masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νότιος — ια, ο (ΑΜ νότιος, ία, ον, Α αττ. τ. νότιος, ον, Μ και νοτίος, ίον) [νότος] 1. αυτός που είναι στραμμένος προς τον νότο ή βρίσκεται στον νότο, μεσημβρινός (α. «οἰκημένους δέ Λιβύης ἐπὶ τῇ νοτίῃ θαλάσσῃ», Ηρώνδ. β. «το νότιο δωμάτιο τού σπιτιού… … Dictionary of Greek
νότιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται προς το Νότο: Νότιες Σποράδες. 2. αυτός που ανήκει στο νότιο ημισφαίριο: Νότιος Παγωμένος ωκεανός. 3. αυτός που προέρχεται από το Νότο, αλλ. μεσημβρινός: Νότιος άνεμος. 4. αυτός που κατοικεί στα νότια μέρη: Νότιοι λαοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλούλα, νότιος — (Αστρον.). Ονομασία του αστέρα Ξ του αστερισμού της Μεγάλης Άρκτου, ο οποίος στη μυθολογική του παράσταση εικονίζει το πίσω μέρος ενός ζώου. Ο Α.ν. ήταν ο πρώτος διπλός αστέρας του οποίου προσδιορίστηκε η τροχιά (1828) … Dictionary of Greek
Ιχθύς, Νότιος — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αμφιφανής στην Ελλάδα. Βρίσκεται ανάμεσα στον Υδροχόο, στον Αιγόκερω, στο Μικροσκόπιο, στον Νότιο Σταυρό και στον Γλύπτη. Το λαμπρότερο άστρο του (το α Νότιου Ιχθύος) έχει μέγεθος 1,17 και ονομάζεται… … Dictionary of Greek
Σταυρός Νότιος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός, που αποτελείται από τέσσερα κύρια άστρα σε σχήμα σταυρού. Το πρώτο, 13o σε λαμπρότητα σ’ ολόκληρο τον ουρανό, είναι τριπλό … Dictionary of Greek
νοτιώτερον — νότιος moist adverbial comp νότιος moist masc acc comp sg νότιος moist neut nom/voc/acc comp sg νότιος moist masc acc comp sg νότιος moist neut nom/voc/acc comp sg νότιος moist adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτιωτάτων — νότιος moist fem gen superl pl νότιος moist masc/neut gen superl pl νότιος moist fem gen superl pl νότιος moist masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτιωτέρων — νότιος moist fem gen comp pl νότιος moist masc/neut gen comp pl νότιος moist fem gen comp pl νότιος moist masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτιώτατα — νότιος moist adverbial superl νότιος moist neut nom/voc/acc superl pl νότιος moist adverbial superl νότιος moist neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτιώτατον — νότιος moist masc acc superl sg νότιος moist neut nom/voc/acc superl sg νότιος moist masc acc superl sg νότιος moist neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)