μωλύτης

μωλύτης

μωλύτης, ὁ, = μῶλυς, Timon. ep. (IX, 296) bei D. L. 7, 170.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μωλύτης — και μωλυτής, ὁ (Α) [μωλύω] 1. αυτός που σιγοβράζει 2. φλύαρος, άνοστος πολυλογάς 3. μώλος* …   Dictionary of Greek

  • μωλυτής — parboiler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωλυτά — μωλυτά̱ , μωλυτής parboiler masc nom/voc/acc dual μωλυτής parboiler masc voc sg μωλυτής parboiler masc nom sg (epic) μωλυτός putrefied neut nom/voc/acc pl μωλυτά̱ , μωλυτός putrefied fem nom/voc/acc dual μωλυτά̱ , μωλυτός putrefied fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”