- μωλωπίζω
μωλωπίζω, Striemen machen, D. L. 7, 23; Plut. de san. tuend. p. 387 vrbdt συμπεφυρμένον πολλῷ τῷ ἀλλοτρίῳ καὶ μεμωλωπισμένον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μωλωπίζω, Striemen machen, D. L. 7, 23; Plut. de san. tuend. p. 387 vrbdt συμπεφυρμένον πολλῷ τῷ ἀλλοτρίῳ καὶ μεμωλωπισμένον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μωλωπίζω — beat and bruise severely pres subj act 1st sg μωλωπίζω beat and bruise severely pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωλωπίζω — (ΑΜ μωλωπίζω) [μώλωψ] 1. χτυπώ κάποιον και τού προξενώ κακώσεις, μώλωπες, σε διάφορα σημεία τού σώματός του 2. (το μέσ. και παθ.) μωλωπίζομαι έχω μώλωπες που προκλήθηκαν από δική μου ενέργεια αρχ. 1. μοιάζω με τσιμπήματα κουνουπιών 2. (το παθ.)… … Dictionary of Greek
μωλωπίζω — μωλώπισα, μωλωπίστηκα, μωλωπισμένος, προκαλώ κακώσεις στο δέρμα από χτύπημα, με αποτέλεσμα αυτό να πρηστεί ή να μελανιάσει: Του έριξε μια γροθιά που του μωλώπισε το μάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μωλωπίξω — μωλωπίζω beat and bruise severely aor subj act 1st sg μωλωπίζω beat and bruise severely fut ind act 1st sg μωλωπίζω beat and bruise severely aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμωλωπισμένον — μωλωπίζω beat and bruise severely perf part mp masc acc sg μωλωπίζω beat and bruise severely perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωλωπίζει — μωλωπίζω beat and bruise severely pres ind mp 2nd sg μωλωπίζω beat and bruise severely pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωλωπίζοντα — μωλωπίζω beat and bruise severely pres part act neut nom/voc/acc pl μωλωπίζω beat and bruise severely pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμωλωπίσθην — μωλωπίζω beat and bruise severely aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) μωλωπίζω beat and bruise severely aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμωλωπισμένην — μωλωπίζω beat and bruise severely perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωλωπίζομαι — μωλωπίζω beat and bruise severely pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωλωπίζονται — μωλωπίζω beat and bruise severely pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)