- νωθρότης
νωθρότης, ητος, ἡ, Trägheit, Langsamkeit, Faulheit; καὶ ἀβελτερία, Arist. rhet. 2, 17, 2; Sp., wie Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωθρότης, ητος, ἡ, Trägheit, Langsamkeit, Faulheit; καὶ ἀβελτερία, Arist. rhet. 2, 17, 2; Sp., wie Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωθρότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότησι — νωθρότης fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητα — νωθρότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητας — νωθρότης fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητες — νωθρότης fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητι — νωθρότης fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητος — νωθρότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητα — η (Α νωθρότης) [νωθρός] 1. δυσκινησία, βραδύτητα, οκνηρία, χαυνότητα 2. πνευματική αμβλύνοια … Dictionary of Greek