νωθρός

νωθρός

νωθρός, = νωϑής, träge; νωϑροί πως ἀπαντῶσι πρὸς τὰς μαϑήσεις, Plat. Theaet. 144 b; häufiger bei Sp., καὶ ἡσύχιος, Pol. 32, 9, 11, ἐν ταῖς ἐπινοίαις, 4, 8, 5, öfter; so von geistiger Trägheit od. Dummheit, ἀγεννῶς καὶ νωϑρῶς, 3, 90, 6; καὶ ἀτόλμως, 4, 60, 2; Luc. Dem. enc. 43; νωϑρὸς ἀπ' ἰξύος εἰς πόδας, Comet. 2 (IX, 597); νωϑρὰ βλέπειν, Sosipat. 2 (V, 55); νότοι, nach S. Emp. adv. mus. 50 = träge machend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νωθρός — heavy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρός — ή, ό (ΑΜ νωθρός, ά, όν) 1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος 2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.) αρχ. 1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ) 2. μικρός, ανίσχυρος 3. αυτός που κάνει… …   Dictionary of Greek

  • νωθρός — ή, ό ράθυμος, αργοκίνητος, οκνηρός, οκνός, τεμπέλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νωθρότερον — νωθρός heavy adverbial comp νωθρός heavy masc acc comp sg νωθρός heavy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθροτάτων — νωθρός heavy fem gen superl pl νωθρός heavy masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθροτέρων — νωθρός heavy fem gen comp pl νωθρός heavy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρῶν — νωθρός heavy fem gen pl νωθρός heavy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρόν — νωθρός heavy masc acc sg νωθρός heavy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρότατα — νωθρός heavy adverbial superl νωθρός heavy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρότατον — νωθρός heavy masc acc superl sg νωθρός heavy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθραῖς — νωθρός heavy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”