νωδός — ν(e) masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωδός — ή, ό (Α νωδός, ή, όν) αυτός που δεν έχει δόντια, φαφούτης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νωδά τάξη θηλαστικών στην οποία ανήκουν 31 ζώντα είδη και 8 εξαφανισμένες οικογένειες αρχ. μτφ. αμβλύς («ἐπιθυμίας ἐπημβλυμμένος καὶ νωδάς», Πλούτ.).… … Dictionary of Greek
νωδά — νωδός ν(e) neut nom/voc/acc pl νωδά̱ , νωδός ν(e) fem nom/voc/acc dual νωδά̱ , νωδός ν(e) fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωδόν — νωδός ν(e) masc acc sg νωδός ν(e) neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωδοί — νωδός ν(e) masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωδοῦ — νωδός ν(e) masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωδούς — νωδός ν(e) masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωδῶ — νωδός ν(e) masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PULVIS — oleum et sudor, Athletis derasa, simulque mixta, in usum Medicum olim adservabantur et ab Atticis κονίσαλος, ab aliis vero πάτος, pulvis is vocabatur. Illi enim, qui sese loturi vel exercitaturi in Gymnasium veniebant, maiori ex parte… … Hofmann J. Lexicon universale
νωδογέρων — νωδογέρων, οντος, ὁ (Α) γέροντας χωρίς δόντια, γεροφαφούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νωδός «φαφούτης» + γέρων] … Dictionary of Greek
νωδότης — νωδότης, ητος, ἡ (Α) [νωδός] έλλειψη δοντιών … Dictionary of Greek