- νωδυνία
νωδυνία, ἡ, Schmerzlosigkeit, Unempfindlichkeit gegen Schmerz; τέκτονα νωδυνιᾶν ἅμερον γυιαρκέων, Pind. P. 3, 6; κὰδ δ' ἄρα πάντων νωδυνίαν κατέχευε μελῶν, Theocr. 17, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωδυνία, ἡ, Schmerzlosigkeit, Unempfindlichkeit gegen Schmerz; τέκτονα νωδυνιᾶν ἅμερον γυιαρκέων, Pind. P. 3, 6; κὰδ δ' ἄρα πάντων νωδυνίαν κατέχευε μελῶν, Theocr. 17, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωδυνία — νωδυνία, ἡ (Α) [νώδυνος] λύτρωση από τις οδύνες, από τους πόνους … Dictionary of Greek
νωδυνίας — νωδυνίᾱς , νωδυνία relief from pain fem acc pl νωδυνίᾱς , νωδυνία relief from pain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωδυνίαν — νωδυνίᾱν , νωδυνία relief from pain fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)