νωνυμία, ἡ, Namenlosigkeit, Unberühmtheit (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωνυμία — νωνυμίᾱ , νωνυμία namelessness fem nom/voc/acc dual νωνυμίᾱ , νωνυμία namelessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωνυμία — νωνυμία, ἡ (Α) [νώνυμος] ανωνυμία, αφάνεια … Dictionary of Greek