νωχέλεια

νωχέλεια

νωχέλεια, , Langsamkeit, Trägheit, Faulheit, VLL, S. νωχελία.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νωχέλεια — η (Α νωχέλεια και νωχελία και νωχελίη [νωχελής] η ιδιότητα τού νωχελούς, έλλειψη ενεργητικότητας, νωθρότητα και αμεριμνησία …   Dictionary of Greek

  • νωχέλεια — η αδιαφορία, νωθρότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νωχελής — ές (Α νωχελής, ές) αυτός που κινείται βαριά και αργά, αργοκίνητος, νωθρός και αμέριμνος νεοελλ. (η αιτ. τού ουδ. υπερθ. ως επίρρ.) νωχελέστατα με μεγάλη νωχέλεια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ νωχελές α) η νωχέλεια β) έκτρωμα, τέρας. επίρρ... νωχελώς με …   Dictionary of Greek

  • νωχελικός — ή, ό [νωχελής] 1. αργοκίνητος, νωθρός και αμέριμνος, νωχελής 2. αυτός που γίνεται με νωχέλεια («νωχελικές κινήσεις»). επίρρ... νωχελικώς και ά με νωχέλεια, οκνηρά …   Dictionary of Greek

  • ακηδία — ἀκηδία, η (AM) στην Αρχαία Ελληνική και ἀκήδεια) [ἀκηδής] 1. αδιαφορία, αμεριμνησία, ολιγωρία, απάθεια 2. αθυμία 3. εξάντληση, εξασθένηση μσν. (Εκκλ.) 1. ψυχική νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, οκνηρία 2. άγχος, αγωνία 3. απελπισία 4. θλίψη 5.… …   Dictionary of Greek

  • αμβλύτητα — η (Α ἀμβλύτης) [ἀμβλύς] 1. έλλειψη οξύτητας, αιχμηρότητας 2. εξασθένιση, ατονία, νωθρότητα, νωχέλεια …   Dictionary of Greek

  • δυσκινησία — η (Α δυσκινησία και ιων. δυσκινησίη) δυσκολία στην κίνηση νεοελλ. 1. νωθρότητα, νωχέλεια 2. ιατρ. α) δυσχέρεια κίνησης λόγω κινητικής ασυνεργείας που οφείλεται σε ατελή παράλυση β) ανωμαλία τής σύσπασης τής μήτρας στον τοκετό γ) φρ. «δυσκινησία… …   Dictionary of Greek

  • επιρραθυμώ — ἐπιρραθυμῶ, έω (Α) [ραθυμώ] είμαι ράθυμος, δείχνω νωχέλεια, τεμπελιάζω …   Dictionary of Greek

  • επιρρεμβώς — ἐπιρρεμβῶς (Α) επίρρ. με νωχέλεια, με ραθυμία, αμελώς, αφρόντιστα …   Dictionary of Greek

  • ηδυπάθεια — η (AM ἡδυπάθεια) [ηδυπαθής] απόλαυση, διασκέδαση, ευχάριστη ζωή νεοελλ. 1. ηδονική ζωή, φιληδονία, τάση και ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις 2. νωχέλεια αρχ. 1. ως κύρ. όν. Ἡδυπάθεια τίτλος έργου τού Αρχεστράτου 2. στον πληθ. αἱ ἡδυπάθειαι οι… …   Dictionary of Greek

  • μιλ(λ)ότης — μιλ(λ)ότης, ητος, η (Α) [μιλ(λ)ός] βραδύτητα, νωχέλεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”