μωραίνω — to be silly pres subj act 1st sg μωραίνω to be silly pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωραίνω — μωραίνω, μώρανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μωραίνω — (ΑΜ μωραίνω) 1. (αμτβ.) συμπεριφέρομαι, μιλώ ή ενεργώ ως ανόητος, μωραίνομαι, αποβλακώνομαι, ανοηταίνω 2. (μτβ.) καθιστώ ή αποδεικνύω κάποιον ή κάτι ανόητο («μωραίνει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι», ΚΔ) (μσν. αρχ.) (το παθ.) μωραίνομαι… … Dictionary of Greek
μωραίνω — μώρανα, μωράθηκα, μωραμένος 1. κάνω κάποιον μωρό, ανόητο, αποβλακώνω: Τον μώρανε η γέννηση του γιου του. 2. το μέσ., μωραίνομαι γίνομαι μωρός, ανόητος, ξεμυαλίζομαι: Μωράθηκε από τον έρωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μωραίνετε — μωραίνω to be silly pres imperat act 2nd pl μωραίνω to be silly pres ind act 2nd pl μωραίνω to be silly imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωραινόντων — μωραίνω to be silly pres part act masc/neut gen pl μωραίνω to be silly pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρανεῖ — μωραίνω to be silly fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) μωραίνω to be silly fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωραίνει — μωραίνω to be silly pres ind mp 2nd sg μωραίνω to be silly pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωραίνομεν — μωραίνω to be silly pres ind act 1st pl μωραίνω to be silly imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωραίνοντα — μωραίνω to be silly pres part act neut nom/voc/acc pl μωραίνω to be silly pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωραίνοντι — μωραίνω to be silly pres part act masc/neut dat sg μωραίνω to be silly pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)