- βωρεύς
βωρεύς, ὁ, eine Fischart, Xenocr. de aquat. 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βωρεύς, ὁ, eine Fischart, Xenocr. de aquat. 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βωρεύς — βωρεύς, ο (Α) το ψάρι βούρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με τη γλώσσα του Ησύχιου βώροι «οφθαλμοί» δεν έχει ισχυρή βάση, αφού στη λ. βώροι προϋποτίθεται πιθ. δίγαμμα δηλ. βώροι < *Fώροι (πρβλ. ορώ). Ίσως πρόκειται για αιγυπτιακή λ.… … Dictionary of Greek
βούρος — ο ονομασία του ψαριού οξύρρυγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βωρεύς «το ψάρι βούρος»] … Dictionary of Greek