- μυλίας
μυλίας, ὁ, zur Mühle gehörig, λίϑος, der Mühle stein, Strab. 6, 2, 3; auch ohne λίϑος, Plat. Hipp. mai. 292 d; Arist. meteor. 4, 6 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυλίας, ὁ, zur Mühle gehörig, λίϑος, der Mühle stein, Strab. 6, 2, 3; auch ohne λίϑος, Plat. Hipp. mai. 292 d; Arist. meteor. 4, 6 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυλίας — μυλίας, ου, ὁ (Α) ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε μύλο («μυλίας λίθος» η μυλόπετρα ή ο λίθος από τον οποίο κατασκευάζεται η μυλόπετρα). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. ίας (πρβλ. καπν ίας)] … Dictionary of Greek
μυλίας — μυλίᾱς , μύλιος fem acc pl μυλίᾱς , μύλιος fem gen sg (attic doric aeolic) μυλίᾱς , μυλίας of masc acc pl μυλίᾱς , μυλίας of masc nom sg (attic epic doric aeolic) μυλίᾱς , μυλίης masc acc pl μυλίᾱς , μυλίης masc nom sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλία — μυλίᾱ , μύλιος fem nom/voc/acc dual μυλίᾱ , μύλιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μυλίᾱ , μυλίας of masc nom/voc/acc dual μυλίας of masc voc sg μυλίᾱ , μυλίας of masc voc sg (attic) μυλίᾱ , μυλίας of masc gen sg (doric aeolic) μυλίας of … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλίαι — μυλίᾱͅ , μύλιος fem dat sg (attic doric aeolic) μυλίας of masc nom/voc pl μυλίᾱͅ , μυλίας of masc dat sg (attic doric aeolic) μυλίης masc nom/voc pl μυλίᾱͅ , μυλίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλίαν — μυλίᾱν , μύλιος fem acc sg (attic doric aeolic) μυλίᾱν , μυλίας of masc acc sg (attic epic doric aeolic) μυλίας of masc acc sg μυλίᾱν , μυλίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) μυλίης masc acc sg μυλίᾱν , μυλιάω gnash imperf ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλιοβατίς — η ζωολ. γένος χονδριχθύων τής οικογένειας myliobatidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. miliobatis (< μυλίας < μύλη + βατίς «είδος ψαριού»)] … Dictionary of Greek
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek
μύλιος — μύλιος, ία, ον (Α) [μύλη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλο, μυλίας* («μύλιος λίθος», Προκόπ.) … Dictionary of Greek
μυλίαις — μύλιος fem dat pl μυλίας of masc dat pl μυλίης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλίου — μύλιος masc/neut gen sg μυλίας of masc gen sg μυλίης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)