- ξυλία
ξυλία, ἡ, = ξυλεία, Holzwerk, Pol. 10, 27, 10 v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλία, ἡ, = ξυλεία, Holzwerk, Pol. 10, 27, 10 v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλιά — η [ξύλο] 1. χτύπημα με ξύλο 2. κάθε είδος χτυπήματος 3. παροιμ. «ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δεν λογαριάζει» λέγεται για εκείνον που εξαναγκάζεται σε υποταγή εξαιτίας μεγάλων στερήσεων … Dictionary of Greek
ξυλιά — η χτύπημα με ξύλο, μπαστουνιά: Κάτσε ήσυχα, γιατί θα φας ξυλιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
φροξυλιά — η, Ν το φυτό αφροξυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφροξυλιά (< αφρός + ξύλο ή, κατ άλλους, < αλαφρο ξυλιά με συγκοπή τής συλλαβής λα ), με σίγηση τού αρκτικού άτονου α ] … Dictionary of Greek
βεργιά — η χτύπημα με βέργα, μπαστουνιά, ξυλιά: Οι βεργιές στις παλάμες των χεριών μπορεί να είναι πολύ τσουχτερές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλουκιά — η 1. το χτύπημα, η ξυλιά με παλούκι. 2. ατυχία, ζημιά: Έφαγε πολλές παλουκιές με τις νέες επιχειρήσεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραβδιά — η χτύπημα με ραβδί, ξυλιά: Του δωσε μια ραβδιά στον πισινό, για να μην το ξανακάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)