- μυθάριον
μυθάριον, τό, dim. von μῦϑος, kleine Fabel, des Aesop, Plut. de aud. poet. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυθάριον, τό, dim. von μῦϑος, kleine Fabel, des Aesop, Plut. de aud. poet. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυθάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθαρίοις — μυθάριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθαρίου — μυθάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθαρίων — μυθάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθαρίῳ — μυθάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθάρια — μυθάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθάριο — το (ΑΜ μυθάριον) [μύθος] (με επιτιμητική σημ.) μικρός μύθος, παραμυθάκι νεοελλ. ψευδής αφήγηση ή ψευδής διάδοση η οποία αφορά σε κάποιον ή σε κάποιο γεγονός («διέδωσαν αυτά τα μυθάρια για να μέ συκοφαντήσουν») … Dictionary of Greek
μυθαρεύομαι — (ΑΜ) λέγω, ομιλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μυθάριον (< μῦθος)] … Dictionary of Greek