- μυο-θήρας
μυο-θήρας, ὁ, Mäusefänger, Arist. H. A. 9, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυο-θήρας, ὁ, Mäusefänger, Arist. H. A. 9, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek