- ξυλο-τόμος
ξυλο-τόμος, Holz schneidend, spaltend, ὁ ξ., der Holzhauer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλο-τόμος, Holz schneidend, spaltend, ὁ ξ., der Holzhauer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υλότομος — ον, Α 1. (για ξύλο) αυτός που κόπηκε στο δάσος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλότομον είδος φυτού που κόβεται στο δάσος, ή, κατ άλλους, σκουλήκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καλαμό τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ.… … Dictionary of Greek
τομάρι — το / τομάριον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ειρων. το ανθρώπινο σώμα («μόνο για το τομάρι του νοιάζεται») 2. μτφ. (για πρόσ.) παλιάνθρωπος 3. φρ. α) «πουλάω ακριβά το τομάρι μου» υπερασπίζομαι σθεναρά τη ζωή μου β) «φυλάει το τομάρι του» (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek