- ξυλο-τρώκτης
ξυλο-τρώκτης, ὁ, Holznager, -spalter, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλο-τρώκτης, ὁ, Holznager, -spalter, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιαροτρώκτης — μιαροτρώκτης, ὁ (Α) αυτός που τρώει μιαρές, ακάθαρτες τροφές, μιαροφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + τρώκτης (< τρώκτης < τρώγω) πρβλ. ξυλο τρώκτης, πτερνο τρώκτης] … Dictionary of Greek
Μυοτρώκται — Μυοτρῶκται, οἱ (Α) μτγν. αυτοί που τρώνε ποντίκια, οι ποντικοφάγοι, ως ονομασία μιας ανθρώπινης φυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + τρώκτης(< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] … Dictionary of Greek
πολυτρώκτης — ὁ, Α αυτός που τρώει πολύ, πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] … Dictionary of Greek
πτερνοτρώκτης — ὁ, Α (ως ονομασία ποντικού) αυτός που ροκανίζει πτέρνες, δηλ. χοιρομέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη (II) «χοιρομέρι» + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] … Dictionary of Greek
σκυτοτρώκτης — ὁ, Μ (παρωνύμιο που δόθηκε από τον αυτοκράτορα τού Βυζαντίου Νικηφόρο σε άρχοντα τών Βουλγάρων) αυτός που τρώει, που ροκανίζει δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] … Dictionary of Greek
τεκνοτρώκτης — ὁ, Μ (για τον Κρόνο) αυτός που έτρωγε τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] … Dictionary of Greek