μυλόεις

μυλόεις

μυλόεις, εσσα, εν, = Vorigem; Nic. Ther. 91 στέρνῳ μυλόεντι ϑυείης, aus einem Mühlsteine gemacht; auch λίϑος, Nonn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυλόεις — μυλόεις, εσσα, εν (Α) κατασκευασμένος από μυλίτη λίθο, από μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. όεις (πρβλ. πυργ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • μυλόεις — made of a millstone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλόεντι — μυλόεις made of a millstone masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”