- ξυλό-κερκος
ξυλό-κερκος, ἡ, ein Thor in Constantinopel, Ep. (IX, 690).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλό-κερκος, ἡ, ein Thor in Constantinopel, Ep. (IX, 690).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρόκερκος — καρόκερκος, ὁ (Α) ονομασία αστερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα «κεφάλι» + κερκος (< κέρκος «ουρά»), πρβλ. ξυλό κερκος, πλατύ κερκος] … Dictionary of Greek
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
ξυλόκερκος — ο (Μ ξυλόκερκος) (στο Βυζάντιο) το θέατρο που ήταν κατασκευασμένο από ξύλο μσν. ως κύριο όν. μία από τις πύλες τής Κωνσταντινούπολης, η Κερκόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κέρκος* «ουρά τών ζώων»] … Dictionary of Greek