μυλόω

μυλόω

μυλόω, verhärten, hart werden lassen, zum Mondkalbe werden lassen, Hippocr.; vgl. Koen ad Greg. Cor. 266.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυλωθρός — ο (Α μυλωθρός, θηλ. μυλωθρίς, ίδος) ιδιοκτήτης μύλου σιτηρών, μυλωνάς νεοελλ. εργάτης που δουλεύει σε αλευρόμυλο αρχ. 1. ως επίθ. μυλωθρός, όν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στον μύλο («μυλωθρὸς ᾠδή») 2. (το θηλ. ως κύριο όν.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”