- ξυλό-φρακτος
ξυλό-φρακτος, mit Holz eingehägt, befestigt, γέφυρα, D. Hal. 5, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλό-φρακτος, mit Holz eingehägt, befestigt, γέφυρα, D. Hal. 5, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναύφρακτος — και αττ. τ. ναύφαρκτος, ον (Α) 1. (για τους Έλληνες στη Σαλαμίνα) αυτός που είναι φραγμένος από πλοία ή αυτός που έχει οχυρωθεί από πλοία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ναύσταθμος» 3. (κατά τον Φώτ.) «ναύφρακτον καὶ ναύφαρκτον τὴν ναυτικὴν δύναμιν… … Dictionary of Greek
ξυλόφρακτος — ξυλόφρακτος, ον (Α) αυτός που έχει ξύλινο φραγμό, περιφραγμένος με ξύλο («ξυλόφρακτος γέφυρα», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + φρακτος (< φράσσω), πρβλ. ημί φρακτος] … Dictionary of Greek