- ξυνεών
ξυνεών, ῶνος, ὁ, ion. = ξυνήων, Alex. Aet. 5, 15; vgl. Valck. Adon. 227 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυνεών, ῶνος, ὁ, ion. = ξυνήων, Alex. Aet. 5, 15; vgl. Valck. Adon. 227 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυνέων — ξυνέων, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. ξυνήων … Dictionary of Greek
ξυνήων — ξυνήων, ονος, δωρ. τ. ξυνάων και ξυνάν, ιων. τ. ξυνέων, αττ. τ. ξυνών, ὁ (Α) 1. αυτός που κατέχει κάτι από κοινού με άλλους, κοινωνός, μέτοχος («κηφῆνας βόσκουσι, κακῶν ξυνήοντας ἔργων». Ησίοδ.) 2. (στους τ. ξυνάν και ξυνών) φίλος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek