- νυκτιμένη
νυκτιμένη, ἡ, Nachteule, s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτιμένη, ἡ, Nachteule, s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Nyctimene — NYCTIMĔNE, es, Gr. Νυκτιμένη, ης, des Epopeus, Hygin. Fab. 204. oder nach andern des Niktens, Luctat. ad Stat. l. III. v. 507. Königs in der Insel Lesbus, Tochter. Sie war von ungemeiner Schönheit, daher sich auch selbst ihr Vater in sie… … Gründliches mythologisches Lexikon
Εποπεύς — I Προσωνύμιο του Δία. Αντίστοιχες θεές ήταν η Επωμίς Άρτεμις και η Επωμίς Δήμητρα, στη Σικυώνα. II Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γίγαντας, ο οποίος είχε δώσει το όνομά του σε ηφαίστειο της Κάτω Ιταλίας. 2. Βασιλιάς της Λέσβου. Ερωτεύτηκε την… … Dictionary of Greek