- νυκτι-δρόμος
νυκτι-δρόμος, bei Nacht laufend; νυκτιδρόμου σύριγγος ἰά, v. l. νυκτίβρομος, Eur. Rhes. 552; μήνη, Orph. H. 8, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτι-δρόμος, bei Nacht laufend; νυκτιδρόμου σύριγγος ἰά, v. l. νυκτίβρομος, Eur. Rhes. 552; μήνη, Orph. H. 8, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτοδρόμος — και νυκτιδρόμος, ον (Α) αυτός που τρέχει, που περιπλανάται τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + δρόμος. Ο τ. νυκτιδρόμος < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] … Dictionary of Greek