- νυκτι-φαής
νυκτι-φαής, ές, bei Nacht leuchtend; Parmenid. bei Plut. adv. Col. 15; Maneth. 6, 708; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτι-φαής, ές, bei Nacht leuchtend; Parmenid. bei Plut. adv. Col. 15; Maneth. 6, 708; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτοφαής — ή λεπτοφανής, ές (Α) αυτός που λάμπει αμυδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + φαής (< φάος), πρβλ. κεραυνο φαής, νυκτι φαής. Ο τ. λεπτοφανής < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + φανής (< φαίνω), πρβλ. κατα φανής, νυκτι φανής] … Dictionary of Greek
νυκτοφαής — και νυκτιφαής, ές (Α) αυτός που φέγγει, που λάμπει κατά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φαής (< φᾶος), πρβλ. ημερο φαής. Ο τ. νυκτι φαής < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] … Dictionary of Greek
κεραυνοφαής — κεραυνοφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει σαν κεραυνός («κεραυνοφαὲς πῡρ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + φαής (< φάος), πρβλ. νυκτι φαής, κεραυνο φαής] … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek