νυκτι-φανής

νυκτι-φανής

νυκτι-φανής, ές, dasselbe, Μήνη, Theo Al. 2, (App. 40).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπτοφαής — ή λεπτοφανής, ές (Α) αυτός που λάμπει αμυδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + φαής (< φάος), πρβλ. κεραυνο φαής, νυκτι φαής. Ο τ. λεπτοφανής < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + φανής (< φαίνω), πρβλ. κατα φανής, νυκτι φανής] …   Dictionary of Greek

  • μεσοφανής — και ποιητ. τ. μεσσοφανής, ές (Α) 1. αυτός που φαίνεται στο μέσο, ανάμεσα 2. (για την ημισέληνο) αυτή που φαίνεται κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + φανής (< φαίνω), πρβλ. νυκτι φανής, τηλε φανής] …   Dictionary of Greek

  • πυριφανής — και πυροφανής, ές, Α αυτός που εμφανίζεται στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + φανής (< φαίνω/ φαίνομαι), πρβλ. ημερο φανής, νυκτι φανής] …   Dictionary of Greek

  • λιθαργυροφανής — λιθαργυροφανής, ές (Α) αυτός που έχει όψη λιθαργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθάργυρος + φανής (< θ φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, παθ. αόρ. β τού φαίνομαι), πρβλ. νυκτι φανής] …   Dictionary of Greek

  • οροφανής — ὀροφανής, ές (Μ) μεγαλόσωμος, ογκώδης σαν όρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρο (βλ. λ. όρος [II]) + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. νυκτι φανής] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμοφανής — ές (Α ὀφθαλμοφανής, ές) 1. αυτός που γίνεται αισθητός με τους οφθαλμούς, ορατός 2. καταφανής, ολοφάνερος. επίρρ... οφθαλμοφανώς (ΑΜ ὀφθαλμοφανῶς) με οφθαλμοφανή τρόπο, καταφανώς, ολοφάνερα μσν. αρχ. σαν να ήταν κάτι ορατό στην πραγματικότητα αρχ …   Dictionary of Greek

  • νυκτιφανής — νυκτιφανής, ές (Α) 1. αυτός που λάμπει τη νύχτα («νυκτιφανὴς Μήνη», Ερμ.) 2. αυτός που εμφανίζεται στη διάρκεια τής νύχτας («νυκτιφανὴς ἀχάρακτος ἑώιος ἤιεν ἀστήρ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φανής (< φαίνω /… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”