- νυκτερίς
νυκτερίς, ίδος, ἡ, Nachtvogel, Fledermaus; Od. 12, 433. 24, 6; Her. 2, 76, öfter, u. Folgde. – Auch ein Fisch, Opp. Hal. 2, 200, sonst ἡμεροκοίτης genannt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτερίς, ίδος, ἡ, Nachtvogel, Fledermaus; Od. 12, 433. 24, 6; Her. 2, 76, öfter, u. Folgde. – Auch ein Fisch, Opp. Hal. 2, 200, sonst ἡμεροκοίτης genannt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτερίς — bat fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίς — η ζωολ. γένος χειρόπτερων, νυχτερίδων τής οικογένειας nycteridae … Dictionary of Greek
νυκτερίδα — νυκτερίς bat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίδας — νυκτερίς bat fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίδες — νυκτερίς bat fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίδι — νυκτερίς bat fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίδος — νυκτερίς bat fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίδων — νυκτερίς bat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίσι — νυκτερίς bat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίσιν — νυκτερίς bat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυχτερίδα — Κοινή ονομασία ιπτάμενων θηλαστικών της τάξης των χειροπτέρων. Ιδιαίτερα ονομάζουν ν. κάθε είδος που υπάγεται στην οικογένεια των Βεσπερτιλιονιδών, της μεγάλης τάξης των μικροχειροπτέρων· η οικογένεια αυτή, που χαρακτηρίζεται από την ομοιογένειά… … Dictionary of Greek