- νυκτ-ερέτης
νυκτ-ερέτης, ὁ, der bei Nacht rudert, Nachtsischer, Satyr. 1 (VI, 11).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτ-ερέτης, ὁ, der bei Nacht rudert, Nachtsischer, Satyr. 1 (VI, 11).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονερέτης — και ιων. τ. μουνερέτης, ὁ (Α) αυτός που κωπηλατεί μόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἐρέτης (< ἐρέσσω «κωπηλατώ»), πρβλ. νυκτ ερέτης] … Dictionary of Greek