προ-εξ-οδεύω

προ-εξ-οδεύω

προ-εξ-οδεύω, vorher heraus- od. fortgehen, Ios.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προεξώδευσεν — πρό , ἐκ ὁδεύω go aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιεξωδευμένα — πρό , διά , ἐκ ὁδεύω go perf part mp neut nom/voc/acc pl προδιεξωδευμένᾱ , πρό , διά , ἐκ ὁδεύω go perf part mp fem nom/voc/acc dual προδιεξωδευμένᾱ , πρό , διά , ἐκ ὁδεύω go perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”