- προ-εξ-ηγέομαι
προ-εξ-ηγέομαι, dep. med., vorher auseinandersetzen, D. H. 10, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εξ-ηγέομαι, dep. med., vorher auseinandersetzen, D. H. 10, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηγέμαχος — ἡγέμαχος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολέμαρχος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέομαι, ούμαι) + μαχος (< μάχη), πρβλ. από μαχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek