- νυκτι-πόρος
νυκτι-πόρος, bei Nacht gehend, Opp. Cyn. 3, 268.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτι-πόρος, bei Nacht gehend, Opp. Cyn. 3, 268.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηδυπόρος — νηδυπόρος, ον (Μ) αυτός που βαδίζει με την κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηδύς «κοιλιά» + πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. νυκτι πόρος, οδοι πόρος] … Dictionary of Greek
οδοιπόρος — ο (Α ὁδοιπόρος) 1. αυτός που διανύει πεζός μια απόσταση, αυτός που κάνει οδοιπορία 2. παροιμ. φρ. «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει λέγεται για να δηλώσει ότι η παράβαση τών κανόνων τής νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους… … Dictionary of Greek
νυκτοπόρος — ο θηλ. και α (Α νυκτοπόρος και νυκτιπόρος, ον) αυτός που πορεύεται τη νύχτα, νυχτοπερπατητής νεοελλ. νυκτόβιος, ξενύχτης αρχ. ως κύριο όν. Νυκτιπόρος ονομασία ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. oδoı πόρος. Ο… … Dictionary of Greek