- νυκτι-πραξία
νυκτι-πραξία, ἡ, das Handeln bei Nacht, Schol. Il. 10, 215.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτι-πραξία, ἡ, das Handeln bei Nacht, Schol. Il. 10, 215.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτιπραξία — νυκτιπραξία, ἡ (Α) νυχτερινή πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + πραξία (< πρακτος < πράττω), πρβλ. ισο πραξία] … Dictionary of Greek