μυωξία

μυωξία

μυωξία, , = Vorigem, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυωξία — μυωξίᾱ , μυωξία mouse hole fem nom/voc/acc dual μυωξίᾱ , μυωξία mouse hole fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωξία — μυωξία, ἡ (ΑΜ) [μυωξός] (κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδα) υπόγεια φωλιά ζώου και ιδίως ποντικού, ποντικότρυπα, ποντικοφωλιά …   Dictionary of Greek

  • μυωξίαι — μυωξίᾱͅ , μυωξία mouse hole fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωξίαν — μυωξίᾱν , μυωξία mouse hole fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωξιῶν — μυωξία mouse hole fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού, κατά την οποία οι ακτίνες του προσπίπτοντος φωτός δεν συγκεντρώνονται, όπως είναι το φυσιολογικό, πάνω στον αμφιβληστροειδή, αλλά σ’ ένα σημείο που βρίσκεται πιο μπροστά. Το μάτι του μύωπα, εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”