- μυχμός
μυχμός, ὁ, Geseufz, Gestöhn, ἐφοίτων μυχμῷ τε στοναχῇ τε, Od. 24, 416.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυχμός, ὁ, Geseufz, Gestöhn, ἐφοίτων μυχμῷ τε στοναχῇ τε, Od. 24, 416.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυχμός — μυχμός, ὁ (Α) αναστεναγμός («μυχμῷ τε στοναχῇ τε δόμων προπάροιθ Ὀδυσῆος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυγμός] … Dictionary of Greek
μυχμός — moaning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχμῷ — μυχμός moaning masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχμόν — μυχμός moaning masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυγμός — μυγμός, ὁ (Α) 1. (γενικά) ήχος που παράγεται από τη μύτη με κλειστό το στόμα, μούγκρισμα, βογγητό 2. (ειδικά) ο ήχος που παράγει το ψάρι γλάνις («γινώσκεται γὰρ ὑπό τῶν ἁλιέων οὗ ἂν τύχῃ ᾠοφυλακῶν ἐρύκων γὰρ τὰ ἰχθύδια ᾄττει, καὶ ἦχον ποιεῑ καὶ… … Dictionary of Greek