- νυχ-αυγής
νυχ-αυγής, ές, Nachts glänzend, Orph. H. 2, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυχ-αυγής, ές, Nachts glänzend, Orph. H. 2, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυχαυγής — νυχαυγής, ές (Α) αυτός που λάμπει κατά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ τού νύξ, νυκτός με δασύ σύμφωνο (βλ. λ. νύχτα) + αυγής (< αυγή), πρβλ. χρυσ αυγής] … Dictionary of Greek