- ξυστιδωτός
ξυστιδωτός, ein Kleid, wie ξυστίς, Inscr. 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυστιδωτός, ein Kleid, wie ξυστίς, Inscr. 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυστιδωτός — ξυστιδωτός, ὁ (Α) (ενν. χιτών) ένδυμα με κυματοειδείς διακοσμήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστίς, ίδος «πολυτελές ένδυμα» + κατάλ. ωτός (πρβλ. αλυσιδ ωτός, λεπιδ ωτός)] … Dictionary of Greek