- ξυστικός
ξυστικός, schabend, kratzend, bei Ath. III, 81 b χυμός, = στυπτικός. – Zum ξυστός gehörend, sich darin übend, Suet. Galb. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυστικός, schabend, kratzend, bei Ath. III, 81 b χυμός, = στυπτικός. – Zum ξυστός gehörend, sich darin übend, Suet. Galb. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστικός — ή, ό (ΑΜ ξυστικός, ή, όν) [ξυστός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξύση, στο ξύσιμο νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ξύνει («ξυστικό εργαλείο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυστικά η αμοιβή τού εργάτη για την ξύση, την απόξεση, το… … Dictionary of Greek
ξυστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξύσιμο. 2. αυτός που χρησιμοποιείται για ξύσιμο: Ξυστικά μηχανήματα. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ξυστικά η αμοιβή για το ξύσιμο, για ξυστική εργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυστικόν — ξυστικός of masc acc sg ξυστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστική — ξυστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)