- βρῡχηδόν
βρῡχηδόν, heulend, brüllend, Ap. Rh. 3, 1374; Nonn.; vom Hunde Ep. ad. 419 (IX, 371).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρῡχηδόν, heulend, brüllend, Ap. Rh. 3, 1374; Nonn.; vom Hunde Ep. ad. 419 (IX, 371).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρυχηδόν — βρῡχηδόν , βρυχηδόν with gnashing of teeth indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek