- βρῡχητικός
βρῡχητικός, brüllend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρῡχητικός, brüllend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρυχητικός — ή, όν (Μ) [βρυχώμαι] (για λόγο) αυτός που μοιάζει με βρυχηθμό, άγριος … Dictionary of Greek
βρυχητικόν — βρυχητικός roaring masc acc sg βρυχητικός roaring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυχητικοῖς — βρυχητικός roaring masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυχιέμαι — (AM βρυχῶμαι, άομαι) 1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια 2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή 3. θρηνώ, κλαίω γοερά 4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο μσν. νεοελλ. βουίζω υποχθόνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek