βροχίς

βροχίς

βροχίς, ίδος, ἡ, 1) die Schlinge = βρόχος, zu dem es Diminutivform, Ant. Sid. 62 (IX, 76); Netz, Opp. H. 3, 595. – 2) Gefäß zum Benetzen, εὐμέλανος, Tintenfaß, Phani. 3 (VI, 295).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βροχίς — (I) βροχίς, η (AM) [βρόχος] παγίδα αρχ. ο ιστός της αράχνης. (II) βροχίς, η (Α) [βροχή] μελανοδοχείο …   Dictionary of Greek

  • βροχέος — βροχίς web fem gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мережа — особый вид сети, невод; ячеистая ткань ; мережка петля в сети, в вязанье; узор , диал. сеть паука , перм., мерёжить ловить кошельковой сетью, вязать, плести петельками, клеточками , укр. мережа верша, решетка , ст. слав. мрѣжа δίκτυον, παγίς,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… …   Dictionary of Greek

  • βροχίδα — (I) η [βροχή] βρονταλίδα. (II) η (Α βροχίς) [βρόχος] βόστρυχος, πλεξίδα, κοτσίδα αρχ. μέτρο μήκους …   Dictionary of Greek

  • βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… …   Dictionary of Greek

  • βροχῆς — βροχή rain fem gen sg (attic epic ionic) βροχίς web fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροχῇ — βρόχω gulp down aor subj pass 3rd sg (epic) βροχή rain fem dat sg (attic epic ionic) βροχῆι , βροχίς web fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροχέως — βροχέω̆ς , βροχίς web fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • mer-1 —     mer 1     English meaning: to plait, bind; rope     Deutsche Übersetzung: “flechten, binden; Schnur, Masche, Schlinge”     Note: extended meregh , merǝgh     Material: Gk. μέρμῑς, ῑθος f. “ filament “; lengthened grade μηρύομαι “wickle… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”