βροχθίζω

βροχθίζω

βροχθίζω, die Kehle netzen, übh. verschlucken, Arist. Probl. 27, 3; τοῖς κολλώδεσι γόγγρων βρόχϑιζε Clearch. com. Ath. XIV, 623 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βροχθίζω — (AM) [βρόχθος] 1. καταβροχθίζω, καταπίνω 2. καθαρίζω τον λαιμό …   Dictionary of Greek

  • συμβροχθίσῃ — σύν βροχθίζω take a mouthful aor subj mid 2nd sg σύν βροχθίζω take a mouthful aor subj act 3rd sg σύν βροχθίζω take a mouthful fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβροχθίζω — (AM καταβροχθίζω) κατατρώω, καταπίνω λαίμαργα (α. «καταβροχθίζει τα ψάρια ωμά σαν τον γλάρο» β. «ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροχθίζω «καταπίνω, τρώγω» (< βρόχθος «λαιμός»)] …   Dictionary of Greek

  • μυχθίζω — (Α) 1. ξεφυσώ από τη μύτη με κλεισμένα χείλη, ιδίως από αγωνία ή πάθος 2. χλευάζω, περιγελώ, μυκτηρίζω («μυχθίζοντες καὶ διαψιθυρίζοντες», Πολύβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μυχθ ίζω και το επίθ. μυχθ ώδης οδηγούν στην υπόθεση ενός αρχικού τ …   Dictionary of Greek

  • συμβροχθίζω — Μ καταπίνω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βροχθίζω «καταπίνω, καταβροχθίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”